ταναίχαλκος

ταναίχαλκος
-ον, Α
βλ. τανάχαλκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τανάχαλκος — και ταναίχαλκος, ον, Α 1. κατασκευασμένος από σφυρήλατο χαλκό 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πολύχαλκος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανά χαλκος (αντί *ταναό χαλκος, με σίγηση τού ο , πρβλ. τανα ήκης) < ταναός* «επιμήκης, υψηλός» + χαλκός (πρβλ. πολύ χαλκος). Ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”